φυτεύοντας

φυτεύοντας
φυτεύω
of the thing planted
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεντροστολίζω — στολίζω δρόμο, περιοχή κ.λπ. φυτεύοντας δέντρα …   Dictionary of Greek

  • Καρυωτάκης, Κώστας — (Τρίπολη 1896 – Πρέβεζα 1928). Ποιητής. Το επάγγελμα του πατέρα του στάθηκε αφορμή να γνωρίσει πολλές πόλεις της ελληνικής επαρχίας (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Λάρισα, Καλαμάτα, Πάτρα, Χανιά). Σπούδασε στη νομική σχολή Αθηνών και αργότερα διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”